glow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]glow (en) (μόνο ενικός)
- η λάμψη, η ανταύγεια, η ένα σταθερό φως που δεν είναι πολύ φωτεινό, όπως το φως από μια φωτιά που έχει σταματήσει να παράγει φλόγες
- ↪ the glow of the melting metal - η λάμψη του μετάλλου που λιώνει
- ↪ the glow of the embers - η λάμψη της χόβολης
- ↪ We could see a glow on the horizon.
- Βλέπαμε στον ορίζοντα μια ανταύγεια.
- η λάμψη, το ροζ χρώμα στο πρόσωπό κάποιου όταν κάνει γυμναστική ή νιώθει χαρούμενος και ενθουσιασμένος
- ↪ their cheeks with a healthy glow to them - τα μάγουλα τους με τη λάμψη της υγείας πάνω τους
- η φλόγα, ένα χρυσό ή κόκκινο χρώμα
- ↪ the glow of the setting sun - οι φλόγες της δύσης
- η φλόγα, ξαναμμένος, ένα αίσθημα ευχαρίστησης
- ↪ the glow of youth/enthusiasm - η φλόγα της νιότης/τον ενθουσιασμού
- ↪ He was in a glow after a hot bath.
- Ήταν ξαναμμένος ύστερα από ένα ζεστό μπάνιο.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | glow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | glows |
αόριστος | glowed |
παθητική μετοχή | glowed |
ενεργητική μετοχή | glowing |
glow (en)
- (αμετάβατο) πυρακτούμαι, ανάβω, για κάτι καυτό που παράγει σταθερό φως που δεν είναι πολύ έντονο
- ↪ glowing metal - πυρακτωμένο μέταλλο
- ↪ The iron is glowing.
- Το σίδερο άναψε.
- (αμετάβατο) ανάβω, κοκκινίζω, για το σώμα ή το πρόσωπο ενός ατόμου, φαίνομαι ή νιώθω ζεστός ή ροζ, ειδικά μετά την γυμναστική ή επειδή είμαι ενθουσιασμένος, ντροπιασμένος κτλ.
- ↪ His face was glowing with indignation.
- Το πρόσωπο του άναψε/κοκκίνισε από αγανάκτηση.
- ↪ His face was glowing with indignation.
- (αμετάβατο) λάμπω, φαίνομαι πολύ ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος
- ↪ Their faces glowed with enthusiasm/pride/health.
- Τα πρόσωπά τους λάμπανε από ενθουσιασμό/περηφάνεια/υγεία.
- ↪ Their faces glowed with enthusiasm/pride/health.
- (αμετάβατο) ανάβω, που εμφανίζεται με έντονο, ζεστό χρώμα
- ↪ The sky glowed with the setting sun.
- Ο ουρανός άναψε από τον ήλιο που έδυε.
- ↪ The sky glowed with the setting sun.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη shine
Πηγές
[επεξεργασία]- glow (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- glow (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 491, 491-492, 761, 939-940. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάβω, λάμπω, λάμψη, πυρακτωμένος, φλόγα