κοκκινίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοκκινίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοκκινίζω < κόκκινος < αρχαία ελληνική κόκκος
Ρήμα
[επεξεργασία]κοκκινίζω, αόρ.: κοκκίνισα, μτχ.π.π.: κοκκινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταβατικό) (γενικότερα) χρωματίζω κάτι κόκκινο
- (ειδικότερα) (στο σχολείο) κάνω πολλές διορθώσεις σε ένα γραπτό με κόκκινο στυλό
- (ειδικότερα) προσθέτοντας ανάλογο υλικό, συνήθως ντομάτα ή πελτέ ντομάτας, δίνω στο φαγητό κόκκινο χρώμα
- (αμετάβατο) αποκτώ κόκκινο χρώμα
- ※ Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει από το πολύ κλάμα και τα χέρια του έτρεμαν. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- (αμετάβατο) τα μάγουλά μου αποκτούν έντονο κόκκινο χρώμα από ντροπή, συστολή κ.λπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοκκινίζω | κοκκίνιζα | θα κοκκινίζω | να κοκκινίζω | κοκκινίζοντας | |
β' ενικ. | κοκκινίζεις | κοκκίνιζες | θα κοκκινίζεις | να κοκκινίζεις | κοκκίνιζε | |
γ' ενικ. | κοκκινίζει | κοκκίνιζε | θα κοκκινίζει | να κοκκινίζει | ||
α' πληθ. | κοκκινίζουμε | κοκκινίζαμε | θα κοκκινίζουμε | να κοκκινίζουμε | ||
β' πληθ. | κοκκινίζετε | κοκκινίζατε | θα κοκκινίζετε | να κοκκινίζετε | κοκκινίζετε | |
γ' πληθ. | κοκκινίζουν(ε) | κοκκίνιζαν κοκκινίζαν(ε) |
θα κοκκινίζουν(ε) | να κοκκινίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοκκίνισα | θα κοκκινίσω | να κοκκινίσω | κοκκινίσει | ||
β' ενικ. | κοκκίνισες | θα κοκκινίσεις | να κοκκινίσεις | κοκκίνισε | ||
γ' ενικ. | κοκκίνισε | θα κοκκινίσει | να κοκκινίσει | |||
α' πληθ. | κοκκινίσαμε | θα κοκκινίσουμε | να κοκκινίσουμε | |||
β' πληθ. | κοκκινίσατε | θα κοκκινίσετε | να κοκκινίσετε | κοκκινίστε | ||
γ' πληθ. | κοκκίνισαν κοκκινίσαν(ε) |
θα κοκκινίσουν(ε) | να κοκκινίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοκκινίσει | είχα κοκκινίσει | θα έχω κοκκινίσει | να έχω κοκκινίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοκκινίσει | είχες κοκκινίσει | θα έχεις κοκκινίσει | να έχεις κοκκινίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοκκινίσει | είχε κοκκινίσει | θα έχει κοκκινίσει | να έχει κοκκινίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοκκινίσει | είχαμε κοκκινίσει | θα έχουμε κοκκινίσει | να έχουμε κοκκινίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοκκινίσει | είχατε κοκκινίσει | θα έχετε κοκκινίσει | να έχετε κοκκινίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοκκινίσει | είχαν κοκκινίσει | θα έχουν κοκκινίσει | να έχουν κοκκινίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοκκινίζω
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)