κοκκινίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοκκινίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοκκινίζω < κόκκινος < αρχαία ελληνική κόκκος

κοκκινίζω, αόρ.: κοκκίνισα, μτχ.π.π.: κοκκινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) (γενικότερα) χρωματίζω κάτι κόκκινο
    1. (ειδικότερα) (στο σχολείο) κάνω πολλές διορθώσεις σε ένα γραπτό με κόκκινο στυλό
    2. (ειδικότερα) προσθέτοντας ανάλογο υλικό, συνήθως ντομάτα ή πελτέ ντομάτας, δίνω στο φαγητό κόκκινο χρώμα
  2. (αμετάβατο) αποκτώ κόκκινο χρώμα
    ※  Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει από το πολύ κλάμα και τα χέρια του έτρεμαν. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
  3. (αμετάβατο) τα μάγουλά μου αποκτούν έντονο κόκκινο χρώμα από ντροπή, συστολή κ.λπ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]