ερυθριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερυθριάζω < ερυθρι(ώ) + -άζω < αρχαία ελληνική ἐρυθριάω

Ρήμα[επεξεργασία]

ερυθριάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]