αναψοκοκκίνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναψοκοκκίνισμα < αναψοκοκκινίζω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναψοκοκκίνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναψοκοκκινίζω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναψοκοκκίνισμα
|