κόκκινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κόκκινο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόκκινο τα κόκκινα
      γενική του κόκκινου των κόκκινων
    αιτιατική το κόκκινο τα κόκκινα
     κλητική κόκκινο κόκκινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κόκκινο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈko.ci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόκ‐κι‐νο

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

κόκκινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κόκκινος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόκκινο ουδέτερο

  1. (χρώμα) ένα χρώμα, το χρώμα της φωτιάς, του αίματος, της παπαρούνας
    κόκκινο (χρώμα):   
  2. (σήμα τροχαίας, φανάρι) σταμάτα!
     συνώνυμα: Σταμάτης
     αντώνυμα: πράσινο → δείτε και τη λέξη πορτοκαλί
  3. (μεταφορικά) καυτό
  4. (μεταφορικά) λέγεται σε παιχνίδι αναζήτησης, όταν ο παίχτης πλησιάζει σε κάτι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

τα χρώματα:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

κόκκινο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κόκκινο