κόκκινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόκκινο | τα | κόκκινα |
γενική | του | κόκκινου | των | κόκκινων |
αιτιατική | το | κόκκινο | τα | κόκκινα |
κλητική | κόκκινο | κόκκινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.ci.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόκ‐κι‐νο
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
κόκκινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κόκκινος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόκκινο ουδέτερο
- (χρώμα) ένα χρώμα, το χρώμα της φωτιάς, του αίματος, της παπαρούνας
κόκκινο (χρώμα):
- (σήμα τροχαίας, φανάρι) σταμάτα!
- (μεταφορικά) καυτό
- (μεταφορικά) λέγεται σε παιχνίδι αναζήτησης, όταν ο παίχτης πλησιάζει σε κάτι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόκκινος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
τα χρώματα:
-
red (κόκκινο) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόκκινο
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
κόκκινο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κόκκινο