rot
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η σαπίλα
- ⮡ Rot in the wood shows that the house needs repairs.
- Η σαπίλα του ξύλου δείχνει ότι το σπίτι χρειάζεται επισκευές.
- ⮡ Rot in the wood shows that the house needs repairs.
- (the rot) η σαπίλα, η αποσύνθεση, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το γεγονός ότι μια κατάσταση χειροτερεύει
- ⮡ The rot set in when…
- Η σαπίλα άρχισε όταν…
- ⮡ We must stop the rot in our politics.
- Πρέπει να σταματήσουμε την αποσύνθεση της πολιτικής μας.
- ⮡ The rot set in when…
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | rot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rots |
αόριστος | rotted |
παθητική μετοχή | rotted |
ενεργητική μετοχή | rotting |
rot (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- σαπίζω
- ⮡ Dry leaves rot quickly.
- Τα ξερά φυλλά σαπίζουν γρήγορα.
- ⮡ Too much sugar rots teeth.
- Πολλή ζάχαρη σαπίζει τα δόντια.
- ⮡ Dry leaves rot quickly.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rot | rots |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rot (fr) αρσενικό
- το ρέψιμο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]rot (de)