Μετάβαση στο περιεχόμενο

rot

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rot (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η σαπίλα
      Rot in the wood shows that the house needs repairs.
    Η σαπίλα του ξύλου δείχνει ότι το σπίτι χρειάζεται επισκευές.
  2. (the rot) η σαπίλα, η αποσύνθεση, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το γεγονός ότι μια κατάσταση χειροτερεύει
      The rot set in when…
    Η σαπίλα άρχισε όταν…
      We must stop the rot in our politics.
    Πρέπει να σταματήσουμε την αποσύνθεση της πολιτικής μας.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας rot
γ΄ ενικό ενεστώτα rots
αόριστος rotted
παθητική μετοχή rotted
ενεργητική μετοχή rotting

rot (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • σαπίζω
      Dry leaves rot quickly.
    Τα ξερά φυλλά σαπίζουν γρήγορα.
      Too much sugar rots teeth.
    Πολλή ζάχαρη σαπίζει τα δόντια.



      ενικός         πληθυντικός  
rot rots

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rot (fr) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

rot (de)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]