rouge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rouge | rouges |
rouge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κόκκινος, ερυθρός
- ↪ il est rouge - είναι κόκκινος
- ↪ il est devenu tout rouge - έγινε κατακόκκινος
- (πολιτική) κομουνιστής ή επαναστάτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rouge | rouges |
rouge (fr) αρσενικό
- (χρώμα) το κόκκινο χρώμα
- (κατʼ επέκταση) το κόκκινο φανάρι στην κυκλοφορία
- ↪ il est passé au rouge - πέρασε με το κόκκινο
- (οικείο) το κρασί
- ↪ un petit verre de rouge - ένα κρασάκι/ένα ποτηράκι κρασί
- rouge à lèvres, rouge - το κραγιόν