παπαρούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παπαρούνα < λατινική papaver
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπαρούνα θηλυκό
- (λουλούδι) αγριολούλουδο με κόκκινα πέταλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
παπαρούνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παπαρούνα
|