παπαρούνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπαρούνα οι παπαρούνες
      γενική της παπαρούνας των παπαρουνών
    αιτιατική την παπαρούνα τις παπαρούνες
     κλητική παπαρούνα παπαρούνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπαρούνα < λατινική papaver

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιβάδι με παπαρούνες

παπαρούνα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]