μάγουλο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάγουλο | τα | μάγουλα |
γενική | του | μάγουλου | των | μάγουλων |
αιτιατική | το | μάγουλο | τα | μάγουλα |
κλητική | μάγουλο | μάγουλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάγουλο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μάγουλον < υστερολατινική magulum
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάγουλο ουδέτερο
- (ανατομία) το σχετικά πιο μαλακό τμήμα του προσώπου κάτω από τα μήλα και έως τα αφτιά, τη μύτη και το σαγόνι, το εξωτερικό μέρος του μυικού ιστού που περιβάλλει τα πλάγια τμήματα της στοματικής κοιλότητας
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) τα προεξέχοντα τμήματα διαφόρων αντικειμένων, που μοιάζουν με μάγουλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)