Backe
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
die
Backe
die
Backe
n
γενική
der
Backe
der
Backe
n
δοτική
der
Backe
den
Backe
n
αιτιατική
die
Backe
die
Backe
n
Προφορά
[
επεξεργασία
]
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Backe
(de)
θηλυκό
(
οικείο
)
μάγουλο
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
한국어
Kurdî
Nāhuatl
Nederlands
Polski
Русский
Sängö
Svenska
ไทย
Tagalog
Türkçe
中文