πυροκοκκινίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυροκοκκινίζω < πυρο- + κοκκινίζω

πυροκοκκινίζω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι κόκκινο σαν το πυρ / τη φωτιά
  2. (αμετάβατο) γίνομαι κόκκινος σαν το πυρ / τη φωτιά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]