καλόγερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καλόγερος | οι | καλόγεροι |
γενική | του | καλόγερου & καλογέρου |
των | καλόγερων & καλογέρων |
αιτιατική | τον | καλόγερο | τους | καλόγερους & καλογέρους |
κλητική | καλόγερε | καλόγεροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλόγερος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλόγερος < ελληνιστική κοινή καλόγηρος < αρχαία ελληνική καλός + γῆρας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈlo.ʝe.ɾos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλόγερος αρσενικό (θηλυκό: καλόγρια / καλογριά)
- (θρησκεία) μοναχός
- (κατʼ επέκταση) άνθρωπος που ζει απομονωμένος σαν μοναχός
- ψηλό έπιπλο-κρεμάστρα που στηρίζεται στο πάτωμα και έχει άγκιστρα για το κρέμασμα των παλτών, των καπέλων κ.λπ.
- εξόγκωμα του δέρματος γεμάτο πύον, επιστημονικά δοθιήνας
- (πτηνό) είδος πουλιού (Parus Major)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αποκαλόγερος
- καλογεράκι
- καλογερεύω
- καλογερικά
- καλογερική
- καλογερικός
- καλογερίστικα
- καλογερίστικος
- καλογεροπαίδι
- καλογερόπαιδο
- καλογερόπαπας
- καλόγρια / καλογριά / καλογραία
- καλογρίτσα / καλογριούλα
- κοσμοκαλόγερος
- → δείτε τις λέξεις καλός και γέρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοναχός
κρεμάστρα
δοθιήνας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)