πουλί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουλί | τα | πουλιά |
γενική | του | πουλιού | των | πουλιών |
αιτιατική | το | πουλί | τα | πουλιά |
κλητική | πουλί | πουλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πουλί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλ(λ)ί(ν) < ελληνιστική κοινή πουλλίον, υποκοριστικό του ποῦλλος < (πωλίον, πῶλος)< λατινική pullus. Δείτε και πουλάρι.[1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /puˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐λί
- ομόηχο: Πουλή
- τονικό παρώνυμο: πούλι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πουλί ουδέτερο
- μικρό ζώο που πετά, πτηνό
- ※ Το φως του φακού έπεσε πάνω σε πουλιά που στέκονταν πάνω σε σιδερένιες βάσεις οι οποίες ήταν σφηνωμένες στους τοίχους. Στην αρχή όλοι έκαναν πίσω φοβισμένοι, γιατί τα πουλιά, αετοί και γεράκια, φαίνονταν έτοιμα να πετάξουν, σαν να ήταν ζωντανά (Χρύσα Σπυροπούλου , Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας, εκδόσεις Καστανιώτη, 2013)
- (οικείο) το ανδρικό ή γυναικείο αιδοίο
- ※ Ήταν απλώς ένα σεξουαλικό παιχνίδι - «Να σου δείξω το πουλί μου , να μου δείξεις το πουλί σου » - ή ήταν κάτι που έγινε εν γνώσει των άλλων συμμαθητών; (Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, Παιδικοί Έρωτες, εκδ. Ίκαρος, 2017)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
όπως |
Επίσης δείτε |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πουλί
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πουλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)