ptica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κροατικά (hr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ptica (hr) θηλυκό
- (ορνιθολογία) το πουλί
Σλοβενικά (sl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ptica (sl)
- (ορνιθολογία) το πουλί