Μετάβαση στο περιεχόμενο

bird

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bird birds

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bird (en)

  • το πουλί
      The birds were chirping up in the trees.
    Τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα.
      We left the cage open and the bird got out.
    Αφήσαμε ανοιχτό το κλουβί και έφυγε το πουλί.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]