boil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

boil (en)

  1. το σημείο του δέρματος όπου συγκεντρώνεται πύον λόγω κάποιας μόλυνσης
  2. βρασμός

Ρήμα[επεξεργασία]

boil (en)