furoncle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
furoncle | furoncles |
furoncle (fr) αρσενικό
- ο δοθιήνας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- clou (οικείο)
ενικός | πληθυντικός |
furoncle | furoncles |
furoncle (fr) αρσενικό