καλογριά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλογριά | οι | καλογριές |
| γενική | της | καλογριάς | των | καλογριών |
| αιτιατική | την | καλογριά | τις | καλογριές |
| κλητική | καλογριά | καλογριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλογριά < μεσαιωνική ελληνική καλογριά / καλογραία < αρχαία ελληνική καλός + γραῖα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλογριά θηλυκό
- (θρησκεία) άλλη μορφή του καλόγρια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)