vieillard
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vieillard | vieillards |
vieillard (fr) αρσενικό
- ο γέροντας
ενικός | πληθυντικός |
vieillard | vieillards |
vieillard (fr) αρσενικό