geezer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

geezer (en)

  1. (ο) τυπάς
  2. (ΗΠΑ) γέρος-ηλικιωμένος άνδρας