γέρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γέρρον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γέρων οἱ γέροντες
      γενική τοῦ γέροντος τῶν γερόντων
      δοτική τῷ γέροντ τοῖς γέρουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γέροντ τοὺς γέροντᾰς
     κλητική ! γέρον γέροντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γέροντε
γεν-δοτ τοῖν  γερόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γέρων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵerh₂-. Συγγενή: σανσκριτική जरन्त (járanta), παλαιά αρμενική ծեր (cer)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γέρων, -οντος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]