γραῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραῖος < συγκεκομμένη μορφή του γεραιός

Επίθετο[επεξεργασία]

γραῖος, γραῖα και γραία, γραῖον

  1. ηλικιωμένος
  2. παλιός
  3. μαραμένος