γερόντιον
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γερόντιον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γερόντιον. Συγχρονικά αναλύεται σε γέροντ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γερόντιον ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- σελ.265, Τόμος 4ος - ⌘ Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α-… (1969-). Επιμελητές: Τόμοι 1-14, Κριαράς. Τόμοι 15-22, Ιωάννης Ν. Καζάζης. Τόμοι 23-… Γ. Κ. Γιαννάκης. Πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-4, μονοτονικό: τόμοι 5-τέλος, pdf.Βιβλιογραφία. Οι τόμοι 1-18 στα Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | γερόντιον | τὰ | γερόντιᾰ |
| γενική | τοῦ | γεροντίου | τῶν | γεροντίων |
| δοτική | τῷ | γεροντίῳ | τοῖς | γεροντίοις |
| αιτιατική | τὸ | γερόντιον | τὰ | γερόντιᾰ |
| κλητική ὦ! | γερόντιον | γερόντιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γεροντίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γεροντίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γερόντιον < (γέρων) γεροντ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γερόντιον ουδέτερο
- αδύναμος ηλικιωμένος άνδρας
- (ελληνιστική σημασία) η γερουσία των Καρχηδονίων (στον Πολύβιο)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- γερόντειος
- γεροντίας
- Γερόντιος
- → δείτε τη λέξη γέρων
Πηγές
[επεξεργασία]- γερόντιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γερόντιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιον (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)