trash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trash | trashes |
trash (en)
- (κυρίως αμερικανικά αγγλικά) τα σκουπίδια, τα απορρίμματα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | trash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trashes |
αόριστος | trashed |
παθητική μετοχή | trashed |
ενεργητική μετοχή | trashing |
trash (en)
- (μεταβατικό, αμερικανική σημασία) πετάω κάτι ως άχρηστο