απόρριμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπόρριμμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόρριμμα τα απορρίμματα
      γενική του απορρίμματος των απορριμμάτων
    αιτιατική το απόρριμμα τα απορρίμματα
     κλητική απόρριμμα απορρίμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόρριμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόρριμμα[1] < ἀπορρίπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.ɾi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πόρ‐ριμ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απόρριμμα ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]