able
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
able (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- be able to: μπορώ να
able (en)