loud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laʊd/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός loud
συγκριτικός louder
υπερθετικός loudest

loud (en)

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός loud
συγκριτικός louder
υπερθετικός loudest

loud (en) (ανεπίσημο)

  • δυνατά, με τρόπο που κάνει πολύ θόρυβο
    ⮡  Don’t yell so loud.
    Μη φωνάζεις τόσο δυνατά.
    ⮡  You should read a little louder, please.
    Να διαβάζεις λίγο δυνατά, σε παρακαλώ.
    ⮡  The radio is too loud; turn down the radio volume.
    Το ραδιόφωνο είναι πολύ δυνατά· χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου.
     συνώνυμα: loudly