loud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | loud |
συγκριτικός | louder |
υπερθετικός | loudest |
loud (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | loud |
συγκριτικός | louder |
υπερθετικός | loudest |
loud (en)
- δυνατά
- ↪ don’t yell so loud
- μη φωνάζεις τόσο δυνατά
- ↪ don’t yell so loud
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- loud - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- loud - Oxford Learner's Dictionaries