Μετάβαση στο περιεχόμενο

loud

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laʊd/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός loud
συγκριτικός louder
υπερθετικός loudest

loud (en)

  • δυνατός, ηχηρός, φωναχτός, μεγαλόφωνος, που παράγει δυνατό ήχο
      a loud noise/knock - δυνατός θόρυβος/χτύπος
      a loud voice - δυνατή φωνή
      a loud laugh - δυνατό γέλιο
      a loud explosion - δυνατή έκρηξη
      The crowd is loud (=making a lot of noise).
    Το πλήθος κάνει φασαρία.
      It was so loud that you couldn’t hear anything!
    Ήταν τόση η φασαρία που δεν άκουγες τίποτα!
      Don’t be loud, grandma should be sleeping.
    Μην κάνεις φασαρία, να κοιμηθεί η γιαγιά.
     αντώνυμα: quiet

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός loud
συγκριτικός louder
υπερθετικός loudest

loud (en) (ανεπίσημο)

  • δυνατά, με τρόπο που κάνει πολύ θόρυβο
      Don’t yell so loud.
    Μη φωνάζεις τόσο δυνατά.
      You should read a little louder, please.
    Να διαβάζεις λίγο δυνατά, σε παρακαλώ.
      The radio is too loud; turn down the radio volume.
    Το ραδιόφωνο είναι πολύ δυνατά· χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου.
      Speak louder!
    Μιλά δυνατότερα!
     συνώνυμα: loudly