loud
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | loud |
συγκριτικός | louder |
υπερθετικός | loudest |
loud (en)
- δυνατός, ηχηρός, φωναχτός, μεγαλόφωνος, που παράγει δυνατό ήχο
- ⮡ a loud noise/knock - δυνατός θόρυβος/χτύπος
- ⮡ a loud voice - δυνατή φωνή
- ⮡ a loud laugh - δυνατό γέλιο
- ⮡ a loud explosion - δυνατή έκρηξη
- ⮡ The crowd is loud (=making a lot of noise).
- Το πλήθος κάνει φασαρία.
- ⮡ It was so loud that you couldn’t hear anything!
- Ήταν τόση η φασαρία που δεν άκουγες τίποτα!
- ⮡ Don’t be loud, grandma should be sleeping.
- Μην κάνεις φασαρία, να κοιμηθεί η γιαγιά.
- ≠ αντώνυμα: quiet
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | loud |
συγκριτικός | louder |
υπερθετικός | loudest |
- δυνατά, με τρόπο που κάνει πολύ θόρυβο
- ⮡ Don’t yell so loud.
- Μη φωνάζεις τόσο δυνατά.
- ⮡ You should read a little louder, please.
- Να διαβάζεις λίγο δυνατά, σε παρακαλώ.
- ⮡ The radio is too loud; turn down the radio volume.
- Το ραδιόφωνο είναι πολύ δυνατά· χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου.
- ⮡ Speak louder!
- Μιλά δυνατότερα!
- ≈ συνώνυμα: loudly
- ⮡ Don’t yell so loud.