loud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | loud |
συγκριτικός | louder |
υπερθετικός | loudest |
loud (en)
- δυνατός, ηχηρός, φωναχτός, μεγαλόφωνος, που παράγει δυνατό ήχο
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | loud |
συγκριτικός | louder |
υπερθετικός | loudest |
- δυνατά, με τρόπο που κάνει πολύ θόρυβο