quiet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
quiet (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
quiet (en)
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quiet | quiets |
θηλυκό | quiète | quiètes |
quiet (fr)