loudly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

loudly < loud + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

loudly (en)

  • δυνατά
    don’t yell so loudly
    μην φωνάζεις τόσο δυνατά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]