loudly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
loudly (en)
- δυνατά
- ↪ don’t yell so loudly
- μην φωνάζεις τόσο δυνατά
- ↪ don’t yell so loudly