forte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
forte (fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forte | fortes |
forte (fr) θηλυκό
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
forte (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
forte (it)
- δυνατός, (και μουσική) φόρτε
- (γραμματική) τονισμένος, με τόνο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forte (it)
[επεξεργασία]
- fortemente (επίρρημα)
- fortissimo (υπερθετικός βαθμός)
- fortissimissimo
- forza