possible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

possible < μέση αγγλική possible < παλαιά γαλλική possible < λατινική possibilis < posse

Επίθετο[επεξεργασία]

possible (en)

  1. δυνατός, που μπορεί να επιτευχθεί, που μπορεί να γίνει, κατορθωτός
  2. πιθανός, ενδεχόμενος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

possible < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
possible possibles

possible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

possible (ca)

  1. πιθανός, ενδεχόμενος