possible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- possible < μέση αγγλική possible < παλαιά γαλλική possible < λατινική possibilis < posse
Επίθετο[επεξεργασία]
possible (en)
- δυνατός, που μπορεί να επιτευχθεί, που μπορεί να γίνει, κατορθωτός
- πιθανός, ενδεχόμενος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- possible < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
possible | possibles |
possible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
possible (ca)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Επίθετα (καταλανικά)