possible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

possible < μέση αγγλική possible < παλαιά γαλλική possible < λατινική possibilis < posse

Επίθετο[επεξεργασία]

possible (en)

  1. δυνατός, πιθανός, ενδεχόμενος, που μπορεί να επιτευχθεί, που μπορεί να γίνει, κατορθωτός
    as quickly as possible - όσο το δυνατόν γρηγορότερα
    if possible - αν είναι δυνατόν
    I tried all possible combinations.
    Δοκίμασα όλους τους πιθανούς συνδυασμούς.
    A possible interpretation/hypothesis.
    Μια πιθανή ερμηνεία/υπόθεση.
    How is it possible to get lost in this town?
    Πώς γίνεται να χαθείς σε αυτήν την πόλη;
    They are scared of a possible defeat.
    Φοβούνται μια ενδεχόμενη ήττα.
  2. δυνατός, που μπορεί να υπάρχει ή να συμβεί αλλά δεν είναι σίγουρο
    Failure is possible although it’s not likely.
    Η αποτυχία είναι δυνατή, αν και όχι πιθανή.
  3. λογικός, κατάλληλος σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    That’s one possible explanation.
    Αυτή είναι μια λογική εξήγηση.
    He’s the only possible man for the position.
    Είναι ο μόνος κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

possible < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
possible possibles

possible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

possible (ca)

  1. πιθανός, ενδεχόμενος