possibility
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- possibility < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική possibilité < παλαιά γαλλική possibilité < λατινική possibilitas (από την αιτιατική possibilitatem) < possibilis[1] Μορφολογικά, poss(ible) + -ibility
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
possibility | possibilities |
possibility (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πιθανότητα, η δυνατότητα, το ενδεχόμενο, που μπορεί να συμβεί ή να είναι αλήθεια
- ⮡ There is no possibility of relection for this MP.
- Δεν υπάρχει πιθανότητα επανεκλογής αυτού του βουλευτή.
- ⮡ Bankruptcy is a real possibility if sales don't improve.
- Η πτώχευση είναι μια πραγματική πιθανότητα αν δεν βελτιωθούν οι πωλήσεις.
- ⮡ I can not exclude the possibility that your health might be affected.
- Δεν αποκλείω την πιθανότητα να επηρεαστεί η υγεία σας/σου.
- ⮡ I cannot rule out the possibility of an error in my calculations.
- Δεν μπορώ να αποκλείσω τη δυνατότητα ενός σφάλματος στους υπολογισμούς μου.
- ⮡ The council provides the possibility of financial support.
- Το συμβούλιο παρέχει τη δυνατότητα οικονομικής στήριξης.
- ⮡ The possibility of a new war cannot be ruled out.
- Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέου πολέμου.
- ⮡ There is no possibility of relection for this MP.
- η πιθανότητα, η δυνατότητα, ένα από τα διαφορετικά πράγματα που μπορώ να κάνω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ⮡ Selling the house is just one possibility that is open to us.
- Το να πουλήσουμε το σπίτι είναι μόνο μία από τις πιθανότητες που έχουμε στη διάθεσή μας.
- ⮡ She explored the possibility of studying in the US.
- Εξέτασε την πιθανότητα να σπουδάσει στις ΗΠΑ.
- ⮡ The possibilities are endless.
- Οι δυνατότητες είναι απεριόριστες.
- ⮡ Selling the house is just one possibility that is open to us.
- η δυνατότητα, η ευκαιρία
- ⮡ Career possibilities for women are much greater than they were fifty years ago.
- Οι επαγγελματικές δυνατότητες για τις γυναίκες είναι πολύ περισσότερες από ό,τι πριν από πενήντα χρόνια.
- ⮡ There are countless possibilities for future research.
- Υπάρχουν αμέτρητες ευκαιρίες για μελλοντική έρευνα.
- ≈ συνώνυμα: opportunity
- ⮡ Career possibilities for women are much greater than they were fifty years ago.
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ possibility - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)