MP
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
MP (en) αρκτικόλεξο
- (πολιτική) Member of Parliament, ο/η βουλευτής (πληθυντικός: MPs)
- → δείτε και το αρκτικόλεξο MEP
- (στρατιωτικός όρος) MilitaryPolice, η στρατιωτική αστυνομία, η Στρατονομία (ΣΝ)· ο στρατονόμος
- (πληροφορική, τεχνολογία) MegaPixel, μεγαπίξελ (ένα εκατομμύριο πίξελ)