military
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
military < (άμεσο δάνειο) γαλλική militaire < λατινική militarius < miles
Επίθετο[επεξεργασία]
military (en)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- milertary (παρωχημένο, λαϊκότροπο)