ASAP
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ASAP < As Soon As Possible
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ φινλανδικά: asap
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌeɪ.es.eɪˈpiː/ & /ˈeɪ.sæp/
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ASAP (en) (χωρίς παραθετικά) αρκτικόλεξο του as soon as possible
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ASAP - Cambridge Dictionary online