potential
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
potential (en) (χωρίς παραθετικά)
- δυνατός, με δύναμη και ενεργητικότητα
- ενδεχόμενος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
potential | potentials |
potential (en)
- (μη μετρήσιμο) η δυνατότητα, το δυναμικό
- (φυσική, μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δυναμική, το δυναμικό
- ↪ electric potential - ηλεκτρικό δυναμικό
Πηγές[επεξεργασία]
- potential (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- potential (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 250, 250-251. ISBN 9780194325684., λήμμα: δυναμικό, δυνατότητα