potential
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
potential (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
potential (en)
- δυνατός, με δύναμη και ενεργητικότητα
- ενδεχόμενος