promise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
promise promises

promise (en)

  1. η υπόσχεση
    I am keeping my promise.
    Κρατάω/τηρώ την υπόσχεση μου.
    He went back on the promises he had made.
    Υπαναχώρησε στις υποσχέσεις που είχε δώσει.
  2. (μη μετρήσιμο) οι δυνατότητες, μια δυνατή ευκαιρία
    Skyros shows great promise for development.
    Η Σκύρος έχει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης.
    professions which offer a lot of promise for development - επαγγέλματα που προσφέρουν πολλές δυνατότητες εξέλιξης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη potential
  3. (πληροφορική, προγραμματισμός) αντικείμενο (object) που αντιπροσωπεύει το τελικό αποτέλεσμα μιας ασύγχρονης λειτουργίας
     συνώνυμα: delay, deferred
ενεστώτας promise
γ΄ ενικό ενεστώτα promises
αόριστος promised
παθητική μετοχή promised
ενεργητική μετοχή promising

promise (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) υπόσχομαι
    Promise me that you will be careful!
    Υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις!
    I cannot promise you anything.
    Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα.
    Since I have promised it to you, I will do it.
    Αφού σου το έχω υποσχεθεί, θα το κάνω.
    I want you to promise it to me./I want you to promise me it.
    Θέλω να μου το υποσχεθείς.