promise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
promise | promises |
promise (en)
- η υπόσχεση
- ↪ I am keeping my promise.
- Κρατάω/τηρώ την υπόσχεση μου.
- ↪ He went back on the promises he had made.
- Υπαναχώρησε στις υποσχέσεις που είχε δώσει.
- ↪ I am keeping my promise.
- (μη μετρήσιμο) οι δυνατότητες, μια δυνατή ευκαιρία
- (πληροφορική, προγραμματισμός) αντικείμενο (object) που αντιπροσωπεύει το τελικό αποτέλεσμα μιας ασύγχρονης λειτουργίας
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | promise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | promises |
αόριστος | promised |
παθητική μετοχή | promised |
ενεργητική μετοχή | promising |
promise (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) υπόσχομαι
- ↪ Promise me that you will be careful!
- Υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις!
- ↪ I cannot promise you anything.
- Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα.
- ↪ Since I have promised it to you, I will do it.
- Αφού σου το έχω υποσχεθεί, θα το κάνω.
- ↪ I want you to promise it to me./I want you to promise me it.
- Θέλω να μου το υποσχεθείς.
- ↪ Promise me that you will be careful!
Πηγές
[επεξεργασία]- promise (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- promise (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 921. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόσχεση