impossible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
impossible (en)
- αδύνατος, που είναι δυνατόν να γίνει
- it's impossible - είναι αδύνατον
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impossible | impossibles |
impossible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impossible (fr) αρσενικό
- το ακατόρθωτο