ρωμαλέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρωμαλέος | η | ρωμαλέα | το | ρωμαλέο |
γενική | του | ρωμαλέου | της | ρωμαλέας | του | ρωμαλέου |
αιτιατική | τον | ρωμαλέο | τη | ρωμαλέα | το | ρωμαλέο |
κλητική | ρωμαλέε | ρωμαλέα | ρωμαλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρωμαλέοι | οι | ρωμαλέες | τα | ρωμαλέα |
γενική | των | ρωμαλέων | των | ρωμαλέων | των | ρωμαλέων |
αιτιατική | τους | ρωμαλέους | τις | ρωμαλέες | τα | ρωμαλέα |
κλητική | ρωμαλέοι | ρωμαλέες | ρωμαλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρωμαλέος < αρχαία ελληνική ῥωμαλέος < ῥώμη
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾo.maˈle.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ɾo.maˈle.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ɾo.maˈle.o/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]ρωμαλέος, -α, -ο
- που έχει μεγάλη σωματική δύναμη
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από δύναμη και συνοχή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ρωμαλέα
- ρωμαλεότητα
- ρωμαλέως
- → δείτε τη λέξη ρώμη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αλέος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)