ρωμαλέως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ῥωμαλέως

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρωμαλέως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥωμαλέως < αρχαία ελληνική ῥωμαλέος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ρωμαλέως

  • «ρωμαλέος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)