higher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- higher < high + -er συγκριτικό
Επίθετο[επεξεργασία]
higher (en)
- συγκριτικός βαθμός του high: ψηλότερος
Επίρρημα[επεξεργασία]
higher (en)
- συγκριτικός βαθμός του high: ψηλότερα