higher
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- higher < high + -er συγκριτικό
Επίθετο
[επεξεργασία]higher (en)
- συγκριτικός βαθμός του high: ψηλότερος
Επίρρημα
[επεξεργασία]higher (en)
- συγκριτικός βαθμός του high: ψηλότερα