ψηλότερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψηλότερα < συγκριτικός βαθμός του ψηλά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ψηλότερα
- για κάτι που βρίσκεται ή βρισκόταν ή πρόκειται να βρεθεί σε υψηλότερο επίπεδο από κάτι άλλο ή από τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
- Κάρφωσέ το λίγο ψηλότερα. Αν κρεμάσουμε εκεί τον πίνακα, θα τον κρύβει το φυτό
- :Αν βάλω το καρφί ψηλότερα θα φαίνεται η παλιότερη τρύπα. Είναι πιο απλό να πας το φυτό αριστερότερα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- υψηλότερα (λόγιο)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ψηλότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψηλότερο