αριστερότερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αριστερότερα < συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος αριστερά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αριστερότερα
- για κάτι που βρίσκεται ή βρισκόταν ή πρόκειται να βρεθεί πιο αριστερά σε σχέση με κάτι άλλο ή με τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
- Κινείται αριστερότερα από το ΣΥΡΙΖΑ
- Εγώ βλέπω στο drive me ότι είναι αριστερότερα από εκεί που νομίζεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- πιο αριστερά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριστερότερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αριστερότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αριστερότερο