αριστερότερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αριστερότερα < συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος αριστερά


Επίρρημα[επεξεργασία]

αριστερότερα

  • για κάτι που βρίσκεται ή βρισκόταν ή πρόκειται να βρεθεί πιο αριστερά σε σχέση με κάτι άλλο ή με τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
Κινείται αριστερότερα από το ΣΥΡΙΖΑ
Εγώ βλέπω στο drive me ότι είναι αριστερότερα από εκεί που νομίζεις



Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αριστερότερα