shorts
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]shorts (en)
- το σορτς, το σορτσάκι, κοντό παντελονάκι
- ⮡ Where are my shorts?
- Πού είναι το σορτς μου;
- ⮡ Where are my shorts?
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]shorts (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]shorts (en)