παντελονάκι
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | παντελονάκι | παντελονάκια |
γενική | ||
αιτιατική | παντελονάκι | παντελονάκια |
κλητική | παντελονάκι | παντελονάκια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντελονάκι < παντελόνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι < ιταλική pantaloni < Pantalone (από τον ομώνυμο χαρακτήρα Πανταλόνε της ιταλικής κωμωδίας) < Pantaleon < αρχαία ελληνική Πανταλέων (αντιδάνειο) < πᾶς + λέων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντελονάκι ουδέτερο
- παντελόνι μικρού μεγέθους για παιδί
- παντελόνι με κοντά μπατζάκια, σορτς
- η ομάδα εμφανίστηκε στο γήπεδο με άσπρες μπλούζες και γαλάζια παντελονάκια
Εναλλακτικές μορφές [επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντελονάκι