verbose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɜːˈbəʊs/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /vɝːˈbəʊs/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

verbose (en)

  1. φλύαρος, πολυλογάς, λεπτομερής, αναλυτικός
  2. περιττολόγος
  3. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) το μακροπερίοδο κείμενο, που έχει μεγάλες προτάσεις (λίγες τελείες)
  4. (πληροφορική) λεπτομερής, αναλυτικός, για λειτουργία που παρέχει περισσότερες από τις συνηθισμένες πληροφορίες, όπως όταν γίνονται δοκιμές (tests) και αποσφαλμάτωση (debugging)
    verbose / concise mode (ελληνικά: λεπτομερής / συνοπτική κατάσταση λειτουργίας)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • verbose στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια