verbose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
verbose (en)
- φλύαρος, πολυλογάς, λεπτομερής, αναλυτικός
- περιττολόγος
- (για προφορικό ή γραπτό λόγο) το μακροπερίοδο κείμενο, που έχει μεγάλες προτάσεις (λίγες τελείες)
- (πληροφορική) λεπτομερής, αναλυτικός, για λειτουργία που παρέχει περισσότερες από τις συνηθισμένες πληροφορίες, όπως όταν γίνονται δοκιμές (tests) και αποσφαλμάτωση (debugging)
- verbose / concise mode (ελληνικά: λεπτομερής / συνοπτική κατάσταση λειτουργίας)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
verbose στην αγγλική Βικιπαίδεια