Μετάβαση στο περιεχόμενο

βλασταίνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλασταίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βλασταίνω / βλαστάνω < αρχαία ελληνική βλαστάνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vlaˈste.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλασταίνω

βλασταίνω, αόρ.: βλάστησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (βοτανική) εμφανίζω βλαστό
  2. (βοτανική) φυτρώνω
  3. (μεταφορικά) εμφανίζω κάτι νέο, γεννώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]