component
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
component | components |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kʌmˈpoʊnənt/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]component (en)
- το συστατικό, καθένα από τα στοιχεία που αποτελούν ένα σύνολο
- ⮡ the components of a camera - τα συστατικά μιας κάμερας
- ⮡ The prologue is a typical component of ancient tragedy.
- Ο πρόλογος αποτελεί τυπικό συστατικό της αρχαίας τραγωδίας.