piece
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
piece (en)
- το κομμάτι
- ένα στοιχείο από ένα σύνολο ομοειδών πραγμάτων (με μη αριθμητά ουσιαστικά)
- a piece of garbage : ένα σκουπίδι
- το κομμάτι στα επιτραπέζια παιχνίδια, το πιόνι
- κέρμα αξίας μικρότερης της μίας (1) νομισματικής μονάδας
- καλλιτεχνική σύνθεση (έργο μουσικό, λογοτεχνικό κλπ)
- She played two beautiful pieces on the piano.
- κανόνι του πυροβολικού
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
piece (en)
- (+ together) ξαναενώνω, ξανασυναρμολογώ κάτι που είχε διαλυθεί σε κομμάτια