impart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
impart (en)
- μεταλαμπαδεύω, μεταδίδω γνώσεις, πληροφορίες, ικανότητες
- προσδίδω μια ιδιαίτερη ποιότητα σε κάτι
impart (en)